συγκόλλημα

συγκόλλημα
το /συγκόλλημα, ΝΑ [συγκολλῶ]
το αποτέλεσμα τού συγκολλώ, σύνδεση δύο ή περισσότερων αντικειμένων ή τμημάτων τού ίδιου αντικειμένου, συγκόλληση
νεοελλ.
(μεταλλ.) εύτηκτη τέφρα η οποία επικολλάται στη σχάρα τών εστιών ή σκωρία που σχηματίζεται στον φάρυγγα φρεατοειδούς καμίνου
αρχ.
συνδετική ράβδος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”